- επιήρανος
- ἐπιήρανος, -ον (Α) [επίηρα]1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.)2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε»)3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος»)5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» — αυτός που προκαλεί νευρική υπερένταση.
Dictionary of Greek. 2013.